Μικρό δείγμα από το κορυφαίο βιβλίο της Μερόπης Σπυροπούλου «ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΗΧΟΙ», το οποίο κυκλοφορεί στις 14 Ιουνίου! (εκδόσεις «Αρχονταρίκι»)
Πριν από χρόνια, σ’ ένα φιλικό δείπνο, συνδαιτημόνας μας ήταν και ένας γεγαρός, ιδιαιτέρως σεβαστός και πολυτιμημένος Έλληνας, στον οποίο και προσφάτως απονεμήθηκε ο βαθμός του Υποστρατήγου επί τιμή. Ήταν ο αείμνηστος Ιάκωβος Τσούνης, ο οποίος συμπεριλαμβάνεται στους μεγάλους εθνικούς ευεργέτες διότι, εκτός πολλών άλλων προσφορών στο έθνος, στην δημόσια διαθήκη του, κληροδότησε το σύνολο της μεγάλης περιουσίας του στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας. Εκείνο το βράδυ, τον ακούσαμε να εκφράζει μια αξιοθαύμαστη άποψη. Είπε ότι, μέσα στον αστείρευτο θησαυρό της υπέροχης γλώσσας μας, υπάρχουν τρεις εμβληματικές λέξεις, των οποίων η συνδυαστική συνύπαρξη της ενσυνείδητης έννοιάς τους, μοιάζει ότι δομεί όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν και χαρακτηρίζουν μια θετική ανθρώπινη συμπεριφορά, έναν ποιοτικό κοινωνικό πολιτισμό κι ένα γενικό αξιακό φρόνημα. Αντιθέτως, τόνισε, η απουσία από την ζωή μας μιας εκ των τριών αυτών εννοιών, αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό και μια σύστοιχη «ηθική φτώχεια».
Στην ερώτηση που, όπως ήταν φυσικό, έσπευσαν να του θέσουν οι ομοτράπεζοί του για το ποιές λέξεις εννοούσε, η απάντηση ήρθε άμεση και ξεκάθαρη: «Είναι η μνήμη, το φιλότιμο και η ευγνωμοσύνη».
Ακολούθησε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση κατά την οποία ακούστηκαν πολλές απόψεις, διατυπώθηκαν απορίες, έγιναν προσπάθειες ορισμών και προσδιορισμών, αναλύθηκαν αρκετά από τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν την σημασία της κάθε λέξης, με επισήμανση των αντίστοιχων πολλαπλών προεκτάσεων και εφαρμογών τους.
Τέλος – παρά τις κάποιες διαφοροποιήσεις που υπήρξαν – η γνώμη του σοφού γέροντα, όχι μόνο έγινε πλήρως αποδεκτή εκείνο το βράδυ, αλλά έδωσε και το έναυσμα για πολλές άλλες παρόμοιες μεταγενέστερες συζητήσεις, σε διάφορες, πιο μεμονωμένες, συναντήσεις μελών εκείνης της ωραίας πνευματικής συντροφιάς. Πάντα, με αντίστοιχους προβληματισμούς και αναστοχασμούς, αλλά και με πολύτιμα καταληκτικά μηνύματα και συμπεράσματα, που δικαίωναν πλήρως τις απόψεις του «πρώτου διδάξαντος».
Στο πρόσφατο δύσκολο διάστημα της πανδημίας που περάσαμε, με πολλές μέρες απομόνωσης και πολλές ώρες περισυλλογής, θυμήθηκα αυτές τις συζητήσεις και τις σχετικές επισημάνσεις, για να διαπιστώσω ξανά πόσο διαχρονικά επίκαιρες παραμένουν. Γι’ αυτό και προσπάθησα να καταγράψω, συνοπτικά, μερικές από αυτές.
Η «μνήμη», λένε τα λεξικά, «είναι η ικανότητα του νου να συγκρατεί γεγονότα, παραστάσεις, προηγούμενες εμπειρίες κ.λπ. και να τα ανακαλεί με το κατάλληλο ερέθισμα». Η μνήμη έχει την δύναμη να αντιστέκεται στον χρόνο και διακρίνεται σε ατομική και συλλογική.
Η «ατομική» μνήμη οριοθετείται από την ικανότητα που έχει ο κάθε ξεχωριστός ανθρώπινος νους να «συγκρατεί και να ανακαλεί». Υπάρχει, όμως, και η «συλλογική μνήμη» των ανθρώπινων ομάδων. Αυτή εκφράζεται στην «κοινωνική» και στην «εθνική» μνήμη ενός λαού, που καταγράφεται και ως Ιστορία. Αυτή, η Ιστορία, εκτός από την περιγραφή και ερμηνεία των γεγονότων από τους επιστήμονες ιστορικούς, γράφεται και από τους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών – πεζογράφους, ποιητές, ζωγράφους, μουσικούς – όπως και από τον απλό λαό, με τα δημοτικά τραγούδια. Η μνήμη που στοιχειοθετεί αυτήν την Ιστορία, θερμαίνεται και συντηρείται στην χόβολη της εθνικής συνείδησης.
Έχει, πάντως, παρατηρηθεί ότι, και οι δύο αυτές μορφές της μνήμης, η ατομική και η συλλογική, έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά:
Α) Μπορεί να είναι «επιλεκτικές». Έχουν την δυνατότητα να συγκρατούν, αλλά και να ανακαλούν – κατά το εκάστοτε δοκούν, η επηρεαζόμενες από στοιχεία που εμμέσως προέρχονται και είναι συνυφασμένα με το «φιλότιμο» – ορισμένα μόνο από τα προηγηθέντα γεγονότα κ.λπ.
Μπορεί, δηλαδή, κάποτε να επιλέγονται η να φωτίζονται περισσότερο, μόνο όσα εξυπηρετούν τον εγωισμό μας, η διάφορες σκοπιμότητες και επιδιώξεις μας, και να διαγράφονται κάποιες ασύμφορες καταστάσεις, λάθη και παραλείψεις, που θα αποτελούσαν, ίσως, και διδάγματα.
Β) Είναι συνυφασμένες με ο,τι χαρακτηρίζομε γενικότερα ως «ταυτότητα». Επομένως, η απώλεια μέρους η όλης της ατομικής μνήμης έχει ως κατάληξη να χάσει το άτομο την γνώση και την επίγνωση εκείνων των στοιχείων που απαρτίζουν την ταυτότητά του (η γνωστή κατάσταση που χαρακτηρίζεται ως Άνοια).
Παρόμοιο και αντίστοιχο είναι και το αποτέλεσμα της απώλειας της συλλογικής μνήμης. Στις κοινωνίες, επιφέρει αποπροσανατολισμό και σύγχυση. Στα έθνη, καταλήγει σε ουσιαστική και, συχνά, αμετάκλητη απώλεια της εθνικής ταυτότητας.
Για την λέξη φιλότιμο, είναι ανεξάντλητα αυτά που μπορούν να λεχθούν. Αυτή η λέξη, που υπάρχει μόνο στην γλώσσα μας και της οποίας η ετυμολογία παραπέμπει στην «αγάπη της τιμής» (όχι των… τιμών), σημαίνει, όπως – συνοπτικά – αναφέρεται στα λεξικά: την «έντονη συναίσθηση της προσωπικής τιμής και της αξιοπρέπειας, που εκδηλώνεται κυρίως με την επιθυμία κάποιου να κερδίζει την εκτίμηση των άλλων, με την ευαισθησία του, με την προθυμία του στην ευσυνείδητη εκτέλεση του καθήκοντος, με την ανωτερότητα και την ευγένεια της ψυχής του, με την γενναιοδωρία του…» και πολλά άλλα.
Μέσα σε όλες τις επεξηγήσεις του λήμματος, υπάρχουν τόσες άλλες, σημαντικές σε νόημα, λέξεις – όπως π.χ. τιμή, αξιοπρέπεια, εκτίμηση, ευαισθησία, προθυμία, ευσυνειδησία, καθήκον, ευγένεια, γενναιοδωρία – των οποίων η αναφορά και μόνο, η η ανάκληση των αντίθετων εννοιών τους, μας αποκαλύπτει τον τεράστιο ηθικό πλούτο που εμπεριέχεται σ’ αυτήν την μοναδική λέξη. Κι αναλογίζομαι, συνειρμικά, πόσο φιλότιμο και πόση μύχια ευαισθησία κρύβουν οι στίχοι του μεγάλου μας ποιητή, Νικηφόρου Βρεττάκου:
«Όσο κι αν ήτανε τα χέρια μου καθαρά
τα ξανάπλυνα σήμερα στου Τρίποδα την πηγή
να γίνουν καθαρότερα
επειδή θα πιάσουν έπειτα ένα λουλούδι».
Και καταλήγουμε στην ευγνωμοσύνη, την «αναγνώριση της ευεργεσίας και την έκφραση ευχαριστίας γι’ αυτήν». Αυτήν, που έχει άμεση σχέση και με την μνήμη και με το φιλότιμο, διότι, όπως έχει λεχθεί, «είναι η μνήμη της καρδιάς». Αυτήν που – όπως έχει πει ένας ανώνυμος σοφός – «εκδηλώνεται και εκφράζεται με την αθωότητα και τον αυθορμητισμό της ουράς του πιστού σκύλου». Αυτήν που, όμως, όχι μόνο λείπει συχνά από την καθημερινή μας ζωή, αλλά μπορεί και να αντικαθίσταται από εντελώς αρνητικά συναισθήματα και συμπεριφορές του ευεργετηθέντος προς τον ευεργέτη του. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που – κατά τον τίτλο ενός σχετικού, πολύ γνωστού άρθρου του αείμνηστου, Γεωργίου Π. Δράκου – υπάρχει και διαπιστώνεται «Η ηδονή της αχαριστίας».
Να, λοιπόν, γιατί και πως, η σύνδεση αυτών των τριών λέξεων-εννοιών – ως απόσταγμα σοφίας ενός τιμημένου Έλληνα – καταλήγουν να αλληλοπεριχωρούνται και να αλληλοσυμπληρώνονται η, δυστυχώς, και να αλληλοαναιρούνται, μέσα στο πνεύμα και την συνείδηση του κάθε ανθρώπου, του τελειότερου δημιουργήματος του Θεού. Αυτές, αποτελούν τις καίριες συνιστώσες μιας μοναδικής ποιοτικής ιδιότητας του ανθρώπου, την οποία έχει περιγράψει, πολύ εύστοχα, ο αείμνηστος κορυφαίος δοκιμιογράφος, Κώστας Τσιρόπουλος, ονομάζοντάς την «Ανθρωποσύνη».